- γροθοκοπώ
- γροθοκόπησα, γροθοκοπήθηκα, χτυπώ με γροθιές: Δυο μαθητές γροθοκοπήθηκαν στο προαύλιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γρονθοκοπώ — ( έω) και γροθοκοπώ ( άω) (Μ γρονθοκοπώ, έω) χτυπώ με γροθιές νεοελλ. φρ. «οι απόψεις, ή τα επιχειρήματα κ.λπ., γρονθοκοπούνται» βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση … Dictionary of Greek
γροθοκοπανώ — γροθοκοπάνησα, γροθοκοπανήθηκα, γροθοκοπανημένος, γροθοκοπώ: Γροθοκοπάνησε βίαια το συνάδελφό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)